άρση βαρών

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άρση βαρών <  δείτε τη λέξη  άρση και βάρος
αθλητής της άρσης βαρών

Πολυλεκτικός όρος

άρση βαρών θηλυκό

  • (αθλητισμός) άθλημα στο οποίο ο αθλητής πρέπει να σηκώσει πάνω από το κεφάλι του και να κρατήσει σταθερά μια μπάρα με προσαρτημένα βάρη στις δύο άκρες της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.