τζούντο
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
τζούντο ουδέτερο άκλιτο
- πολεμική τέχνη ιαπωνικής προέλευσης, με σκοπό την εξουδετέρωση του αντιπάλου, χωρίς χτυπήματα και μόνο με τα χέρια
- αϊκίντο
- ζίου ζίτσου
- καράτε
- κουνγκ φου
- τάε κβο ντο
-
τζούντο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
