ελληνοβαρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελληνοβαρεμένος | η | ελληνοβαρεμένη | το | ελληνοβαρεμένο |
| γενική | του | ελληνοβαρεμένου | της | ελληνοβαρεμένης | του | ελληνοβαρεμένου |
| αιτιατική | τον | ελληνοβαρεμένο | την | ελληνοβαρεμένη | το | ελληνοβαρεμένο |
| κλητική | ελληνοβαρεμένε | ελληνοβαρεμένη | ελληνοβαρεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελληνοβαρεμένοι | οι | ελληνοβαρεμένες | τα | ελληνοβαρεμένα |
| γενική | των | ελληνοβαρεμένων | των | ελληνοβαρεμένων | των | ελληνοβαρεμένων |
| αιτιατική | τους | ελληνοβαρεμένους | τις | ελληνοβαρεμένες | τα | ελληνοβαρεμένα |
| κλητική | ελληνοβαρεμένοι | ελληνοβαρεμένες | ελληνοβαρεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
ελληνοβαρεμένος
- (σκωπτικό) που έχει υπέρμετρα ελληνοκεντρική και εθνικιστική θεώρηση των πραγμάτων
- ※ Εννοείται ότι η ανακοίνωση για την πινακίδα, πέρα από τις συνήθεις δημοσιογραφικές υπερβολές, έγινε δεκτή με εκστατικές ιαχές από τα έντυπα του ελληνοκεντρικού (και ελληνοβαρεμένου) χώρου, που προεξόφλησαν ότι η πινακίδα, αφού βρέθηκε σε ελλαδικό χώρο (έστω και στις παρυφές του), αυτονόητα θα κρύβει ελληνική γλώσσα. (http://sarantakos.wordpress.com)
Μεταφράσεις
ελληνοβαρεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.