ελλαδογεννημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελλαδογεννημένος | η | ελλαδογεννημένη | το | ελλαδογεννημένο |
| γενική | του | ελλαδογεννημένου | της | ελλαδογεννημένης | του | ελλαδογεννημένου |
| αιτιατική | τον | ελλαδογεννημένο | την | ελλαδογεννημένη | το | ελλαδογεννημένο |
| κλητική | ελλαδογεννημένε | ελλαδογεννημένη | ελλαδογεννημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελλαδογεννημένοι | οι | ελλαδογεννημένες | τα | ελλαδογεννημένα |
| γενική | των | ελλαδογεννημένων | των | ελλαδογεννημένων | των | ελλαδογεννημένων |
| αιτιατική | τους | ελλαδογεννημένους | τις | ελλαδογεννημένες | τα | ελλαδογεννημένα |
| κλητική | ελλαδογεννημένοι | ελλαδογεννημένες | ελλαδογεννημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελλαδογεννημένος < Ελλάδα + γεννημένος
Μετοχή
ελλαδογεννημένος
- που γεννήθηκε στην Ελλάδα
Μεταφράσεις
ελλαδογεννημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.