ελεήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελεήτρια οι ελεήτριες
      γενική της ελεήτριας των ελεητριών
    αιτιατική την ελεήτρια τις ελεήτριες
     κλητική ελεήτρια ελεήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελεήτρια < μεσαιωνική ελληνική ελεήτρια < ελεητής < αρχαία ελληνική ἐλεέω < ἔλεος

Ουσιαστικό

ελεήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.