ελαφόπουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαφόπουλο τα ελαφόπουλα
      γενική του ελαφόπουλου των ελαφόπουλων
    αιτιατική το ελαφόπουλο τα ελαφόπουλα
     κλητική ελαφόπουλο ελαφόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαφόπουλο < μεσαιωνική ελληνική ελαφόπουλο(ν) / λαφόπουλο(ν) < ελάφ(ι) + -όπουλο(ν)

Ουσιαστικό

ελαφόπουλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.