ελαφραίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ελαφραίνω < μεσαιωνική ελληνική ελαφραίνω < ελληνιστική κοινή ἐλαφρύνω < αρχαία ελληνική ἐλαφρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁léngʰus < *h₁lengʷʰ- (ελαφρός) +‎ *-us

Προφορά

ΔΦΑ : /e.laˈfɾe.no/

Ρήμα

ελαφραίνω, αόρ.: ελάφρυνα, χωρίς παθητική φωνή

  1. γίνομαι ελαφρότερος
     αντώνυμα: βαραίνω
  2. κάνω κάτι ελαφρότερο
     αντώνυμα: βαραίνω
  3. (μεταφορικά) αφαιρώ κάποιο βάρος ή απαλλάσσω κάποιον απ’ αυτό
     συνώνυμα: ξαλαφρώνω

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.