ελαφίσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελαφίσιος | η | ελαφίσια | το | ελαφίσιο |
| γενική | του | ελαφίσιου | της | ελαφίσιας | του | ελαφίσιου |
| αιτιατική | τον | ελαφίσιο | την | ελαφίσια | το | ελαφίσιο |
| κλητική | ελαφίσιε | ελαφίσια | ελαφίσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελαφίσιοι | οι | ελαφίσιες | τα | ελαφίσια |
| γενική | των | ελαφίσιων | των | ελαφίσιων | των | ελαφίσιων |
| αιτιατική | τους | ελαφίσιους | τις | ελαφίσιες | τα | ελαφίσια |
| κλητική | ελαφίσιοι | ελαφίσιες | ελαφίσια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελαφίσιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ελαφίσιος
- που προέρχεται ή ανήκει σε ελάφι
- μπορούσα να φτιάξω ένα στιφάδο και να χρησιμοποιήσω και τα λίγα κομμάτια ελαφίσιου κρέατος που έχουν απομείνει. (Στην Αγκαλιά του Χάιλαντερ, Μάγια Μπανκς, 2011, μετάφραση Αργυρώ Μαργαρώνη)
- που θυμίζει ελάφι
- Η Τζοάνα δεν είχε αυτά τα χαζά ελαφίσια υποτακτικά μάτια που οι γυναίκες μιμούνταν από την εποχή των Πουριτανών. Ο Φλογερός της Βίκινγκ, AJ Tipton, 2018
Μεταφράσεις
ελαφίσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.