ελαττωματικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαττωματικότητα οι ελαττωματικότητες
      γενική της ελαττωματικότητας των ελαττωματικοτήτων
    αιτιατική την ελαττωματικότητα τις ελαττωματικότητες
     κλητική ελαττωματικότητα ελαττωματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαττωματικότητα < ελαττωματικός + -ότητα

Ουσιαστικό

ελαττωματικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.