ελασματουργός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελασματουργός οι ελασματουργοί
      γενική του ελασματουργού των ελασματουργών
    αιτιατική τον ελασματουργό τους ελασματουργούς
     κλητική ελασματουργέ ελασματουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελασματουργός < έλασμα + -ουργός

Ουσιαστικό

ελασματουργός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.