ελαιογραφία
Νέα ελληνικά (el)

Ελαιογραφία που αναπαριστά βάζο με λουλούδια.
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ελαιογραφία | οι | ελαιογραφίες |
| γενική | της | ελαιογραφίας | των | ελαιογραφιών |
| αιτιατική | την | ελαιογραφία | τις | ελαιογραφίες |
| κλητική | ελαιογραφία | ελαιογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ελαιογραφία θηλυκό
- η ζωγραφική με ελαιοχρώματα (λαδομπογιές)
- ζωγραφικός πίνακας, ζωγραφισμένος με λαδομπογιές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.