εκχυλιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκχυλιστήρας | οι | εκχυλιστήρες |
| γενική | του | εκχυλιστήρα | των | εκχυλιστήρων |
| αιτιατική | τον | εκχυλιστήρα | τους | εκχυλιστήρες |
| κλητική | εκχυλιστήρα | εκχυλιστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εκχυλιστήρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.