εκχύλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκχύλιση | οι | εκχυλίσεις |
| γενική | της | εκχύλισης* | των | εκχυλίσεων |
| αιτιατική | την | εκχύλιση | τις | εκχυλίσεις |
| κλητική | εκχύλιση | εκχυλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκχυλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εκχύλιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.