εκτατήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκτατήρας οι εκτατήρες
      γενική του εκτατήρα των εκτατήρων
    αιτιατική τον εκτατήρα τους εκτατήρες
     κλητική εκτατήρα εκτατήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκτατήρας < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

εκτατήρας

  • (ανατομία) που προκαλεί την έκταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.