εκσκαπτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκσκαπτήρας | οι | εκσκαπτήρες |
| γενική | του | εκσκαπτήρα | των | εκσκαπτήρων |
| αιτιατική | τον | εκσκαπτήρα | τους | εκσκαπτήρες |
| κλητική | εκσκαπτήρα | εκσκαπτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκσκαπτήρας < (καθαρεύουσα) εκσκαπτήρ < εκσκάπτω + -τήρ
Μεταφράσεις
εκσκαπτήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.