εκπόρευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπόρευση οι εκπορεύσεις
      γενική της εκπόρευσης* των εκπορεύσεων
    αιτιατική την εκπόρευση τις εκπορεύσεις
     κλητική εκπόρευση εκπορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκπόρευση < ελληνιστική κοινή ἐκπόρευσις

Ουσιαστικό

εκπόρευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.