εκπορεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
εκπορεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκπορεύομαι
- θα εκπορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκπορεύομαι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εκπορεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπόρευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.