εκπαραθυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκπαραθυρώνω < (αναδρομικός σχηματισμός) εκπαραθύρ(ωση) + -ώνω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.pa.ɾa.θiˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐πα‐ρα‐θυ‐ρώ‐νω
Ρήμα
εκπαραθυρώνω, αόρ.: εκπαραθύρωσα, παθ.φωνή: εκπαραθυρώνομαι, π.αόρ.: εκπαραθυρώθηκα, μτχ.π.π.: εκπαραθυρωμένος
- (κυριολεκτικά) ρίχνω κάποιον απ' το παράθυρο
- (μεταφορικά) διώχνω, αποπέμπω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκπαραθυρώνω | εκπαραθύρωνα | θα εκπαραθυρώνω | να εκπαραθυρώνω | εκπαραθυρώνοντας | |
| β' ενικ. | εκπαραθυρώνεις | εκπαραθύρωνες | θα εκπαραθυρώνεις | να εκπαραθυρώνεις | εκπαραθύρωνε | |
| γ' ενικ. | εκπαραθυρώνει | εκπαραθύρωνε | θα εκπαραθυρώνει | να εκπαραθυρώνει | ||
| α' πληθ. | εκπαραθυρώνουμε | εκπαραθυρώναμε | θα εκπαραθυρώνουμε | να εκπαραθυρώνουμε | ||
| β' πληθ. | εκπαραθυρώνετε | εκπαραθυρώνατε | θα εκπαραθυρώνετε | να εκπαραθυρώνετε | εκπαραθυρώνετε | |
| γ' πληθ. | εκπαραθυρώνουν(ε) | εκπαραθύρωναν εκπαραθυρώναν(ε) |
θα εκπαραθυρώνουν(ε) | να εκπαραθυρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκπαραθύρωσα | θα εκπαραθυρώσω | να εκπαραθυρώσω | εκπαραθυρώσει | ||
| β' ενικ. | εκπαραθύρωσες | θα εκπαραθυρώσεις | να εκπαραθυρώσεις | εκπαραθύρωσε | ||
| γ' ενικ. | εκπαραθύρωσε | θα εκπαραθυρώσει | να εκπαραθυρώσει | |||
| α' πληθ. | εκπαραθυρώσαμε | θα εκπαραθυρώσουμε | να εκπαραθυρώσουμε | |||
| β' πληθ. | εκπαραθυρώσατε | θα εκπαραθυρώσετε | να εκπαραθυρώσετε | εκπαραθυρώστε | ||
| γ' πληθ. | εκπαραθύρωσαν εκπαραθυρώσαν(ε) |
θα εκπαραθυρώσουν(ε) | να εκπαραθυρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκπαραθυρώσει | είχα εκπαραθυρώσει | θα έχω εκπαραθυρώσει | να έχω εκπαραθυρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκπαραθυρώσει | είχες εκπαραθυρώσει | θα έχεις εκπαραθυρώσει | να έχεις εκπαραθυρώσει | έχε εκπαραθυρωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει εκπαραθυρώσει | είχε εκπαραθυρώσει | θα έχει εκπαραθυρώσει | να έχει εκπαραθυρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκπαραθυρώσει | είχαμε εκπαραθυρώσει | θα έχουμε εκπαραθυρώσει | να έχουμε εκπαραθυρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκπαραθυρώσει | είχατε εκπαραθυρώσει | θα έχετε εκπαραθυρώσει | να έχετε εκπαραθυρώσει | έχετε εκπαραθυρωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν εκπαραθυρώσει | είχαν εκπαραθυρώσει | θα έχουν εκπαραθυρώσει | να έχουν εκπαραθυρώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εκπαραθυρωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εκπαραθυρωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εκπαραθυρωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εκπαραθυρωμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκπαραθυρώνομαι | εκπαραθυρωνόμουν(α) | θα εκπαραθυρώνομαι | να εκπαραθυρώνομαι | ||
| β' ενικ. | εκπαραθυρώνεσαι | εκπαραθυρωνόσουν(α) | θα εκπαραθυρώνεσαι | να εκπαραθυρώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | εκπαραθυρώνεται | εκπαραθυρωνόταν(ε) | θα εκπαραθυρώνεται | να εκπαραθυρώνεται | ||
| α' πληθ. | εκπαραθυρωνόμαστε | εκπαραθυρωνόμαστε εκπαραθυρωνόμασταν |
θα εκπαραθυρωνόμαστε | να εκπαραθυρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκπαραθυρώνεστε | εκπαραθυρωνόσαστε εκπαραθυρωνόσασταν |
θα εκπαραθυρώνεστε | να εκπαραθυρώνεστε | (εκπαραθυρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | εκπαραθυρώνονται | εκπαραθυρώνονταν εκπαραθυρωνόντουσαν |
θα εκπαραθυρώνονται | να εκπαραθυρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκπαραθυρώθηκα | θα εκπαραθυρωθώ | να εκπαραθυρωθώ | εκπαραθυρωθεί | ||
| β' ενικ. | εκπαραθυρώθηκες | θα εκπαραθυρωθείς | να εκπαραθυρωθείς | εκπαραθυρώσου | ||
| γ' ενικ. | εκπαραθυρώθηκε | θα εκπαραθυρωθεί | να εκπαραθυρωθεί | |||
| α' πληθ. | εκπαραθυρωθήκαμε | θα εκπαραθυρωθούμε | να εκπαραθυρωθούμε | |||
| β' πληθ. | εκπαραθυρωθήκατε | θα εκπαραθυρωθείτε | να εκπαραθυρωθείτε | εκπαραθυρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | εκπαραθυρώθηκαν εκπαραθυρωθήκαν(ε) |
θα εκπαραθυρωθούν(ε) | να εκπαραθυρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκπαραθυρωθεί | είχα εκπαραθυρωθεί | θα έχω εκπαραθυρωθεί | να έχω εκπαραθυρωθεί | εκπαραθυρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκπαραθυρωθεί | είχες εκπαραθυρωθεί | θα έχεις εκπαραθυρωθεί | να έχεις εκπαραθυρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκπαραθυρωθεί | είχε εκπαραθυρωθεί | θα έχει εκπαραθυρωθεί | να έχει εκπαραθυρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκπαραθυρωθεί | είχαμε εκπαραθυρωθεί | θα έχουμε εκπαραθυρωθεί | να έχουμε εκπαραθυρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκπαραθυρωθεί | είχατε εκπαραθυρωθεί | θα έχετε εκπαραθυρωθεί | να έχετε εκπαραθυρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκπαραθυρωθεί | είχαν εκπαραθυρωθεί | θα έχουν εκπαραθυρωθεί | να έχουν εκπαραθυρωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκπαραθυρωμένος - είμαστε, είστε, είναι εκπαραθυρωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκπαραθυρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκπαραθυρωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκπαραθυρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκπαραθυρωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκπαραθυρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκπαραθυρωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
εκπαραθυρώνω
Αναφορές
- εκπαραθυρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -θυρωμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.