εκπαραθυρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκπαραθυρώνω < (αναδρομικός σχηματισμός) εκπαραθύρ(ωση) + -ώνω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.pa.ɾa.θiˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκπαραθυρώνω

Ρήμα

εκπαραθυρώνω, αόρ.: εκπαραθύρωσα, παθ.φωνή: εκπαραθυρώνομαι, π.αόρ.: εκπαραθυρώθηκα, μτχ.π.π.: εκπαραθυρωμένος

  1. (κυριολεκτικά) ρίχνω κάποιον απ' το παράθυρο
  2. (μεταφορικά) διώχνω, αποπέμπω

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εκ και παράθυρο

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εκπαραθυρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. λήγουν σε -θυρωμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.