εκουιζέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκουιζέτο | τα | εκουιζέτα |
| γενική | του | εκουιζέτου | των | εκουιζέτων |
| αιτιατική | το | εκουιζέτο | τα | εκουιζέτα |
| κλητική | εκουιζέτο | εκουιζέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκουιζέτο < νεολατινική equisetum < λατινική equus (άλογο) + saeta (γουρουνότριχα)

Equisetum telmateia (Equisetopsida)
Ουσιαστικό
εκουιζέτο ουδέτερο
- (βοτανική, φυτό) γένος φυτού της τάξης Equisetales και της οικογένειας Equisetaceae
-
εκουιζέτο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.