αλογοουρά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλογοουρά οι αλογοουρές
      γενική της αλογοουράς των αλογοουρών
    αιτιατική την αλογοουρά τις αλογοουρές
     κλητική αλογοουρά αλογοουρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλογοουρά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αλογοουρά θηλυκό

καφέ άλογο με μαύρη αλογοουρά
γυναίκα με αλογοουρά
  1. η ουρά του αλόγου
  2. είδος χτενίσματος όπου τα μαλλιά δένονται με ένα λαστιχάκι και κρέμονται σαν "ουρά" αλόγου στο πίσω μέρος του κεφαλιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.