εκμοντερνίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκμοντερνίζω < εκ- + μοντερνίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική moderniser[1] [2])

Προφορά

ΔΦΑ : /ek.mo.deɾˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκμοντερνίζω

Ρήμα

εκμοντερνίζω, αόρ.: εκμοντέρνισα, παθ.φωνή: εκμοντερνίζομαι, π.αόρ.: εκμοντερνίστηκα, μτχ.π.π.: εκμοντερνισμένος

  1. κάνω κάτι μοντέρνο
  2. εντάσσω κάτι στη μόδα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μοντέρνος

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εκμοντερνίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.