εκμεταλλεύτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκμεταλλεύτρια | οι | εκμεταλλεύτριες |
| γενική | της | εκμεταλλεύτριας | των | εκμεταλλευτριών |
| αιτιατική | την | εκμεταλλεύτρια | τις | εκμεταλλεύτριες |
| κλητική | εκμεταλλεύτρια | εκμεταλλεύτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκμεταλλεύτρια < εκμεταλλευτής + -τρια
Μεταφράσεις
εκμεταλλεύτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.