εκλόγιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκλόγιμος | η | εκλόγιμη | το | εκλόγιμο |
| γενική | του | εκλόγιμου | της | εκλόγιμης | του | εκλόγιμου |
| αιτιατική | τον | εκλόγιμο | την | εκλόγιμη | το | εκλόγιμο |
| κλητική | εκλόγιμε | εκλόγιμη | εκλόγιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκλόγιμοι | οι | εκλόγιμες | τα | εκλόγιμα |
| γενική | των | εκλόγιμων | των | εκλόγιμων | των | εκλόγιμων |
| αιτιατική | τους | εκλόγιμους | τις | εκλόγιμες | τα | εκλόγιμα |
| κλητική | εκλόγιμοι | εκλόγιμες | εκλόγιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εκλόγιμος
- που έχει πιθανότητες να εκλεγεί
- Στη δεύτερη θέση της περιφέρειας Αττικής, δηλαδή σε μη εκλόγιμη θέση στα ψηφοδέλτια του κόμματος τοποθετήθηκε η...
- Τρεις αγρότες σε εκλόγιμη θέση στις προσεχείς εκλογές
- που είναι εφικτό να εκλεγεί, εκλέξιμος
Μεταφράσεις
εκλόγιμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.