εκλεξιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκλεξιμότητα | οι | εκλεξιμότητες |
| γενική | της | εκλεξιμότητας | των | εκλεξιμοτήτων |
| αιτιατική | την | εκλεξιμότητα | τις | εκλεξιμότητες |
| κλητική | εκλεξιμότητα | εκλεξιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκλεξιμότητα θηλυκό
- η δυνατότητα να εκλεγεί κάποιος
- Παίζει, λοιπόν, ρόλο στην εκλεξιμότητα μίας γυναίκας πολιτικού η εικόνα της
- ποινή των δύο ετών φυλάκισης με αναστολή, 50.000 ευρώ πρόστιμο και πέντε χρόνια μη εκλεξιμότητας
- Δικαίωμα ώστόσο εκλεξιμότητας, υποψηφιότητας έχουν μόνο οι αριστοκράτες («ευγενείς», «ευπατρίδες»)
- ένας άπο τους δρους εκλεξιμότητας στην αντιπροσωπεία θά είναι νά γνωρίζει ο υποψήφιος...
- η δυνατότητα να επιλεγεί κάποιος (ορθότερα επιλεξιμότητα)
- Οι προτάσεις καινοτόμων ερευνητικών αποτελεσμάτων αξιολογούνται προκαταρκτικά για την εκλεξιμότητα τους σύμφωνα με τους όρους
Μεταφράσεις
εκλεξιμότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.