εκλαϊκευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκλαϊκευτής οι εκλαϊκευτές
      γενική του εκλαϊκευτή των εκλαϊκευτών
    αιτιατική τον εκλαϊκευτή τους εκλαϊκευτές
     κλητική εκλαϊκευτή εκλαϊκευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκλαϊκευτής < εκλαϊκεύω + -τής

Ουσιαστικό

εκλαϊκευτής αρσενικό (θηλυκό: εκλαϊκεύτρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.