εκκοκκισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκκοκκισμός οι εκκοκκισμοί
      γενική του εκκοκκισμού των εκκοκκισμών
    αιτιατική τον εκκοκκισμό τους εκκοκκισμούς
     κλητική εκκοκκισμέ εκκοκκισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μηχάνημα εκκοκισμού.

Ετυμολογία

εκκοκκισμός < εκκοκκίζω + -μός

Ουσιαστικό

εκκοκκισμός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.