εκζεματώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκζεματώδης η εκζεματώδης το εκζεματώδες
      γενική του εκζεματώδους της εκζεματώδους του εκζεματώδους
    αιτιατική τον εκζεματώδη την εκζεματώδη το εκζεματώδες
     κλητική εκζεματώδη(ς) εκζεματώδης εκζεματώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκζεματώδεις οι εκζεματώδεις τα εκζεματώδη
      γενική των εκζεματωδών των εκζεματωδών των εκζεματωδών
    αιτιατική τους εκζεματώδεις τις εκζεματώδεις τα εκζεματώδη
     κλητική εκζεματώδεις εκζεματώδεις εκζεματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκζεματώδης < έκζεμα + -ώδης

Επίθετο

εκζεματώδης

  1. άλλη μορφή του εκζεματικός
  2. που μοιάζει με έκζεμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.