εκζεματώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκζεματώδης | η | εκζεματώδης | το | εκζεματώδες |
| γενική | του | εκζεματώδους | της | εκζεματώδους | του | εκζεματώδους |
| αιτιατική | τον | εκζεματώδη | την | εκζεματώδη | το | εκζεματώδες |
| κλητική | εκζεματώδη(ς) | εκζεματώδης | εκζεματώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκζεματώδεις | οι | εκζεματώδεις | τα | εκζεματώδη |
| γενική | των | εκζεματωδών | των | εκζεματωδών | των | εκζεματωδών |
| αιτιατική | τους | εκζεματώδεις | τις | εκζεματώδεις | τα | εκζεματώδη |
| κλητική | εκζεματώδεις | εκζεματώδεις | εκζεματώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έκζεμα
Μεταφράσεις
εκζεματώδης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.