εκδρομικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκδρομικός | η | εκδρομική | το | εκδρομικό |
| γενική | του | εκδρομικού | της | εκδρομικής | του | εκδρομικού |
| αιτιατική | τον | εκδρομικό | την | εκδρομική | το | εκδρομικό |
| κλητική | εκδρομικέ | εκδρομική | εκδρομικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκδρομικοί | οι | εκδρομικές | τα | εκδρομικά |
| γενική | των | εκδρομικών | των | εκδρομικών | των | εκδρομικών |
| αιτιατική | τους | εκδρομικούς | τις | εκδρομικές | τα | εκδρομικά |
| κλητική | εκδρομικοί | εκδρομικές | εκδρομικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκδρομικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
εκδρομικός
- που έχει σχέση με τις εκδρομές ή με εκείνους που πηγαίνουν εκδρομές.
Μεταφράσεις
εκδρομικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.