εκδικήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδικήτρια οι εκδικήτριες
      γενική της εκδικήτριας των εκδικητριών
    αιτιατική την εκδικήτρια τις εκδικήτριες
     κλητική εκδικήτρια εκδικήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκδικήτρια < εκδικητής + -τρια

Ουσιαστικό

εκδικήτρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  εκδικητής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.