εικονόφιλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικονόφιλος η εικονόφιλη το εικονόφιλο
      γενική του εικονόφιλου της εικονόφιλης του εικονόφιλου
    αιτιατική τον εικονόφιλο την εικονόφιλη το εικονόφιλο
     κλητική εικονόφιλε εικονόφιλη εικονόφιλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικονόφιλοι οι εικονόφιλες τα εικονόφιλα
      γενική των εικονόφιλων των εικονόφιλων των εικονόφιλων
    αιτιατική τους εικονόφιλους τις εικονόφιλες τα εικονόφιλα
     κλητική εικονόφιλοι εικονόφιλες εικονόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εικονόφιλος < εικόνα + -ο- + -φιλος

Επίθετο

εικονόφιλος, -η, -ο

  1. άλλη μορφή του εικονολάτρης
  2. άλλη μορφή του εικονολατρικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.