εικονόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εικονόφιλος | η | εικονόφιλη | το | εικονόφιλο |
| γενική | του | εικονόφιλου | της | εικονόφιλης | του | εικονόφιλου |
| αιτιατική | τον | εικονόφιλο | την | εικονόφιλη | το | εικονόφιλο |
| κλητική | εικονόφιλε | εικονόφιλη | εικονόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εικονόφιλοι | οι | εικονόφιλες | τα | εικονόφιλα |
| γενική | των | εικονόφιλων | των | εικονόφιλων | των | εικονόφιλων |
| αιτιατική | τους | εικονόφιλους | τις | εικονόφιλες | τα | εικονόφιλα |
| κλητική | εικονόφιλοι | εικονόφιλες | εικονόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εικονόφιλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.