εικονικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικονικότητα οι εικονικότητες
      γενική της εικονικότητας των εικονικοτήτων
    αιτιατική την εικονικότητα τις εικονικότητες
     κλητική εικονικότητα εικονικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονικότητα < εικονικ(ός) + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ko.niˈko.ti.ta/

Ουσιαστικό

εικονικότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.