ειδωλοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ειδωλοσκόπιο | τα | ειδωλοσκόπια |
| γενική | του | ειδωλοσκοπίου & ειδωλοσκόπιου |
των | ειδωλοσκοπίων |
| αιτιατική | το | ειδωλοσκόπιο | τα | ειδωλοσκόπια |
| κλητική | ειδωλοσκόπιο | ειδωλοσκόπια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ειδωλοσκόπιο < είδωλο + -ο- + -σκόπιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική caleidoscope)
Μεταφράσεις
ειδωλοσκόπιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.