εθνικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εθνικοποίηση | οι | εθνικοποιήσεις |
| γενική | της | εθνικοποίησης* | των | εθνικοποιήσεων |
| αιτιατική | την | εθνικοποίηση | τις | εθνικοποιήσεις |
| κλητική | εθνικοποίηση | εθνικοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εθνικοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εθνικοποίηση < εθνικοποιώ
Ουσιαστικό
εθνικοποίηση θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εθνικοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.