εγωτιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγωτιστής οι εγωτιστές
      γενική του εγωτιστή των εγωτιστών
    αιτιατική τον εγωτιστή τους εγωτιστές
     κλητική εγωτιστή εγωτιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγωτιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική egotist < egotism < αρχαία ελληνική ἐγώ

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɣo.tiˈstis/

Ουσιαστικό

εγωτιστής αρσενικό (θηλυκό: εγωτίστρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.