εγωλατρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγωλατρία | οι | εγωλατρίες |
| γενική | της | εγωλατρίας | των | εγωλατριών |
| αιτιατική | την | εγωλατρία | τις | εγωλατρίες |
| κλητική | εγωλατρία | εγωλατρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εγωλατρία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.