εγνωσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγνωσμένος | η | εγνωσμένη | το | εγνωσμένο |
| γενική | του | εγνωσμένου | της | εγνωσμένης | του | εγνωσμένου |
| αιτιατική | τον | εγνωσμένο | την | εγνωσμένη | το | εγνωσμένο |
| κλητική | εγνωσμένε | εγνωσμένη | εγνωσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγνωσμένοι | οι | εγνωσμένες | τα | εγνωσμένα |
| γενική | των | εγνωσμένων | των | εγνωσμένων | των | εγνωσμένων |
| αιτιατική | τους | εγνωσμένους | τις | εγνωσμένες | τα | εγνωσμένα |
| κλητική | εγνωσμένοι | εγνωσμένες | εγνωσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγνωσμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
εγνωσμένος, -η, -ο
- του οποίου η αξία αναγνωρίζεται από όλους
Μεταφράσεις
εγνωσμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.