εγκόλλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκόλλητος | η | εγκόλλητη | το | εγκόλλητο |
| γενική | του | εγκόλλητου | της | εγκόλλητης | του | εγκόλλητου |
| αιτιατική | τον | εγκόλλητο | την | εγκόλλητη | το | εγκόλλητο |
| κλητική | εγκόλλητε | εγκόλλητη | εγκόλλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκόλλητοι | οι | εγκόλλητες | τα | εγκόλλητα |
| γενική | των | εγκόλλητων | των | εγκόλλητων | των | εγκόλλητων |
| αιτιατική | τους | εγκόλλητους | τις | εγκόλλητες | τα | εγκόλλητα |
| κλητική | εγκόλλητοι | εγκόλλητες | εγκόλλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εγκόλλητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.