εγκλιματισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγκλιματισμός οι εγκλιματισμοί
      γενική του εγκλιματισμού των εγκλιματισμών
    αιτιατική τον εγκλιματισμό τους εγκλιματισμούς
     κλητική εγκλιματισμέ εγκλιματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκλιματισμός < εγκλιματίζω

Ουσιαστικό

εγκλιματισμός αρσενικό

  • (βιολογία) η διαδικασία προσαρμογής ενός έμβιου οργανισμού σε ένα νέο περιβάλλον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.