εγκλιμάτιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκλιμάτιση | οι | εγκλιματίσεις |
| γενική | της | εγκλιμάτισης* | των | εγκλιματίσεων |
| αιτιατική | την | εγκλιμάτιση | τις | εγκλιματίσεις |
| κλητική | εγκλιμάτιση | εγκλιματίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εγκλιματίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκλιμάτιση < εγκλιματίζω
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εγκλιμάτιση
|
→ δείτε τη λέξη εγκλιματισμός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.