εγκληματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκληματικότητα | οι | εγκληματικότητες |
| γενική | της | εγκληματικότητας | των | εγκληματικοτήτων |
| αιτιατική | την | εγκληματικότητα | τις | εγκληματικότητες |
| κλητική | εγκληματικότητα | εγκληματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκληματικότητα < εγκληματικός
Ουσιαστικό
εγκληματικότητα θηλυκό
- η διάπραξη εγκλημάτων
- η συχνότητα διάπραξης εγκλημάτων σε ένα τόπο
Μεταφράσεις
εγκληματικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.