εγκεφαλολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκεφαλολογία | οι | εγκεφαλολογίες |
| γενική | της | εγκεφαλολογίας | των | εγκεφαλολογιών |
| αιτιατική | την | εγκεφαλολογία | τις | εγκεφαλολογίες |
| κλητική | εγκεφαλολογία | εγκεφαλολογίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία el
- εγκεφαλολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: εγκεφαλο- + -λογία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική encephalology[1]
Ουσιαστικό
εγκεφαλολογία θηλυκό
- (ιατρική) η επιστημονική μελέτη του εγκεφάλου
Μεταφράσεις
εγκεφαλολογία
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.