εαυτούλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εαυτούλης οι εαυτούληδες
      γενική του εαυτούλη των εαυτούληδων
    αιτιατική τον εαυτούλη τους εαυτούληδες
     κλητική εαυτούλη εαυτούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εαυτούλης < εαυτ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

Ουσιαστικό

εαυτούλης αρσενικό

  1. (μειωτικό) αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του και τα μικροσυμφέροντά του
    μη γίνεσαι τόσο εαυτούλης
  2. (μειωτικό) αντί της αντωνυμίας εαυτός
    μη νοιάζεσαι μόνο για τον εαυτούλη σου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.