δύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δύνη | οι | δύνες |
| γενική | της | δύνης | των | δυνών |
| αιτιατική | τη | δύνη | τις | δύνες |
| κλητική | δύνη | δύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δύνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dyne < dyname < αρχαία ελληνική δύναμις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.ni/
Ουσιαστικό
δύνη θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δύναμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.