δόκτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δόκτορας οι δόκτορες
      γενική του δόκτορα των δοκτόρων
    αιτιατική τον δόκτορα τους δόκτορες
     κλητική δόκτορα δόκτορες
Δείτε επίσης, «δόκτωρ»
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δόκτορας < δόκτωρ < γερμανική Doktor < λατινική doctor (δάσκαλος)

Ουσιαστικό

δόκτορας αρσενικό (θηλυκό: δοκτορέσα)

  1. ο κάτοχος διδακτορικού διπλώματος, ο διδάκτορας
  2. (σπάνιο) γιατρός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.