δυφιόρρευμα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δυφιόρρευμα < σύνθετη λέξη δυφίο + ρεύμα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bitstream
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δυφιόρρευμα | τα | δυφιορρεύματα |
| γενική | του | δυφιορρεύματος | των | δυφιορρευμάτων |
| αιτιατική | το | δυφιόρρευμα | τα | δυφιορρεύματα |
| κλητική | δυφιόρρευμα | δυφιορρεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δυφιόρρευμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
δυφιόρρευμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.