δυφιοοκτάδα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δυφιοοκτάδα < σύνθετη λέξη δυφίο + οκτάδα (οκτ-ώ + -άδα)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυφιοοκτάδα οι δυφιοοκτάδες
      γενική της δυφιοοκτάδας των δυφιοοκτάδων
    αιτιατική τη δυφιοοκτάδα τις δυφιοοκτάδες
     κλητική δυφιοοκτάδα δυφιοοκτάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

δυφιοοκτάδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.