δυφιοοκτάδα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυφιοοκτάδα | οι | δυφιοοκτάδες |
| γενική | της | δυφιοοκτάδας | των | δυφιοοκτάδων |
| αιτιατική | τη | δυφιοοκτάδα | τις | δυφιοοκτάδες |
| κλητική | δυφιοοκτάδα | δυφιοοκτάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.