δυφιονιάδα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δυφιονιάδα < σύνθετη λέξη δυφίο + νιάδα (νι + -άδα)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυφιονιάδα | οι | δυφιονιάδες |
| γενική | της | δυφιονιάδας | των | δυφιονιάδων |
| αιτιατική | τη | δυφιονιάδα | τις | δυφιονιάδες |
| κλητική | δυφιονιάδα | δυφιονιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δυφιονιάδα θηλυκό
- (τηλεπικοινωνίες) διατεταγμένο σύνολο ν δυφίων
- Χρησιμοποιείται στην ψηφιακή μετάδοση. Για ν=2: δυφιοδυάδα, για ν=3: δυφιοτριάδα, για ν=4: δυφιοτετράδα, για ν=5: δυφιοπεντάδα, για ν=6: δυφιοεξάδα, για ν=7: δυφιοεπτάδα, για ν=8: δυφιοοκτάδα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.