octet

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

octet

  1. οκτάδα, σετ των οχτώ
  2. (κβαντοφυσική) το σύνολο των οχτώ διαφορετικών χρωμάτων των γλουονίων (όλα τα πιθανά gluons)
  3. (πληροφορική) εναλλακτική και πιο ακριβής ονομασία του byte των 8 bits
    συντομογραφία: o

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • octet στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.