δυσαναλογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυσαναλογία | οι | δυσαναλογίες |
| γενική | της | δυσαναλογίας | των | δυσαναλογιών |
| αιτιατική | τη | δυσαναλογία | τις | δυσαναλογίες |
| κλητική | δυσαναλογία | δυσαναλογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυσαναλογία < δυσανάλογος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική disproportion)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δυσανάλογος, ανάλογος και λέγω
Μεταφράσεις
δυσαναλογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.