δυναμιτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δυναμιτίζομαι | δυναμιτιζόμουν(α) | θα δυναμιτίζομαι | να δυναμιτίζομαι | ||
| β' ενικ. | δυναμιτίζεσαι | δυναμιτιζόσουν(α) | θα δυναμιτίζεσαι | να δυναμιτίζεσαι | (δυναμιτίζου) | |
| γ' ενικ. | δυναμιτίζεται | δυναμιτιζόταν(ε) | θα δυναμιτίζεται | να δυναμιτίζεται | ||
| α' πληθ. | δυναμιτιζόμαστε | δυναμιτιζόμαστε δυναμιτιζόμασταν |
θα δυναμιτιζόμαστε | να δυναμιτιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | δυναμιτίζεστε | δυναμιτιζόσαστε δυναμιτιζόσασταν |
θα δυναμιτίζεστε | να δυναμιτίζεστε | (δυναμιτίζεστε) | |
| γ' πληθ. | δυναμιτίζονται | δυναμιτίζονταν δυναμιτιζόντουσαν |
θα δυναμιτίζονται | να δυναμιτίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δυναμιτίστηκα | θα δυναμιτιστώ | να δυναμιτιστώ | δυναμιτιστεί | ||
| β' ενικ. | δυναμιτίστηκες | θα δυναμιτιστείς | να δυναμιτιστείς | δυναμιτίσου | ||
| γ' ενικ. | δυναμιτίστηκε | θα δυναμιτιστεί | να δυναμιτιστεί | |||
| α' πληθ. | δυναμιτιστήκαμε | θα δυναμιτιστούμε | να δυναμιτιστούμε | |||
| β' πληθ. | δυναμιτιστήκατε | θα δυναμιτιστείτε | να δυναμιτιστείτε | δυναμιτιστείτε | ||
| γ' πληθ. | δυναμιτίστηκαν δυναμιτιστήκαν(ε) |
θα δυναμιτιστούν(ε) | να δυναμιτιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω δυναμιτιστεί | είχα δυναμιτιστεί | θα έχω δυναμιτιστεί | να έχω δυναμιτιστεί | δυναμιτισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις δυναμιτιστεί | είχες δυναμιτιστεί | θα έχεις δυναμιτιστεί | να έχεις δυναμιτιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει δυναμιτιστεί | είχε δυναμιτιστεί | θα έχει δυναμιτιστεί | να έχει δυναμιτιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε δυναμιτιστεί | είχαμε δυναμιτιστεί | θα έχουμε δυναμιτιστεί | να έχουμε δυναμιτιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε δυναμιτιστεί | είχατε δυναμιτιστεί | θα έχετε δυναμιτιστεί | να έχετε δυναμιτιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν δυναμιτιστεί | είχαν δυναμιτιστεί | θα έχουν δυναμιτιστεί | να έχουν δυναμιτιστεί | ||
Μεταφράσεις
δυναμιτίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.